καταπροσωπώ

καταπροσωπώ
καταπροσωπῶ, -έω (Μ) [καταπρόσωπον]
έρχομαι καταπρόσωπο με κάποιον, αντιμετωπίζω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”